Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007






“Χωριό μου όμορφο με τις ραχούλες και τις ρεματιές....”




Περπατώ στα στενά δρομάκια κοιτάζοντας γύρω και νιώθω βαρυά την καρδιά μου. Οι θύμησες των όμορφων παιδικών χρόνων από τη μια, η θλίψη για την ερήμωση από την άλλη.




Πού πήγαμε όλοι; Πού χαθήκαμε; Πώς αφήσαμε τα σπίτια μας να μαραζώσουν έτσι;


Κάποιες γλάστρες ζωντανές, δίνουν μήνυμα ζωής αραιά και που. Από τα εγκατελημένα σπίτια ακούγεται βουβό το παράπονο.




Πώς μπορέσαμε;




Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007




Τα απογεύματα μας ήταν ελεύθερα για παιγνίδι. Δεν είχαμε αγγλικά, πιάνο, γυμναστική κλπ. Ανεβαίναμε στο απέναντι βουνό και παίζαμε με τις ώρες. Κοιτάζαμε κάτω το χωριό – τα σπίτια φαινόντουσαν μικρά κι οι άνθρωποι ακόμα μικρότεροι. Σαν παιχνίδι κι αυτά κοντά στα άλλα που παίζαμε. Δεν είχαμε κούκλες, κουζινικά, χρώματα. Εκεί πάνω στο βουνό βάζαμε μικρές πέτρες στη σειρά και φτιάχναμε ένα τετράγωνο που ήταν το σπίτι μας. Το στολίζαμε με αγριολούλουδα που μαζεύαμε από το χώρο γύρω. Καθόμαστε σε μεγαλύτερες πέτρες που ήταν οι καρέκλες μας, κάναμε επισκέψεις η μια στην άλλη, τα λέγαμε σαν καλές γειτόνισσες.

Περνούσαμε έτσι πολλές ώρες – το χωριό ήταν μακριά και πολύ μικρό για να μας ενοχλήσει… Οι θάμνοι στο βουνό μύριζαν υπέροχα, τα πουλιά μας συντρόφευαν με τα τραγούδια τους. Από το χωριό ακούγονταν κάποιες κότες, ένας γάιδαρος, ένα σκυλί. Όταν σουρούπωνε για τα καλά, κατεβαίναμε ξεθεωμένα και πεινασμένα. Μπάνιο δεν είχε το σπίτι μας. Η μάνα μου μ’ έβαζε σε μια μεγάλη λεκάνη και με έτριβε να ξεβρομίσω. Ακολουθούσε ένα λιτό δείπνο και ολόισια στο κρεβάτι. Πριν τις 8:00 έπρεπε να έχω κοιμηθεί.

Δεν θυμάμαι να είχα παραπονεθεί ποτέ. Ούτε για το φαγητό, ούτε για την έλλειψη παιχνιδιών, ούτε για τη ώρα που με έστελναν για ύπνο. Όμορφα χρόνια…Τα χάρηκα πολύ… και μου λείπουν.

Τώρα, θέλω να πηγαίνω στο χωριό για να παίρνω τα παιδιά μου. Αλλά δεν ξέρουν να παίξουν, δεν μπορούν να απολαύσουν το βουνό, το ποτάμι, τα περιβόλια που μυρίζουν όμορφα… Το χωριό δεν τους λέει τίποτα, αντίθετα με μένα που μου μιλούν τα χαλάσματα, τα κλειστά ξωπόρτια, τα στενά δρομάκια, το ποτάμι, το βουνό….

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2007

1974 - 2007


Στο χωριό μαζεύτηκαν χιλιάδες πρόσφυγες. Ευτυχώς που είναι καλοκαίρι και μπορούν να κοιμηθούν σε βεράντες, αυλές, δρόμους. Στο σπίτι μας στριμωχτήκαμε 5 οικογένειες. Ένας φούρναρης στην άκρη του χωριού, δουλεύει μέρα νύχτα για να ταΐσει τόσο κόσμο. Περιμένουμε σε ουρές, μέχρι να βγει από το φούρνο ζεστό-ζεστό το δικό μας ψωμάκι. Και πάλι φωνές – κάποιοι είναι εδώ από το πρωί και δεν πήραν ψωμί – πώς θα ταΐσουν τα παιδιά τους….

Το Δημοτικό Σχολείο δουλεύει και πρωί και απόγευμα γιατί τα παιδιά είναι πολλά και δεν τα χωρούν οι αίθουσες. Ο Ερυθρός Σταυρός ετοιμάζει πρωινό για όλα αυτά τα παιδιά. Τι πρωινό δηλαδή; Ένα ποτήρι γάλα για το καθένα μας. Κάποιες μέρες είμαστε πιο τυχεροί και έχουμε ρυζόγαλο!!! Ας είναι… εμείς είμαστε πολύ χαρούμενα και ευχαριστημένα. Τρέχουμε στις γειτονιές με τα λιωμένα από τον καιρό παπούτσια και τα ίδια ρουχαλάκια κάθε μέρα. Ευτυχώς που δεν κάνει κρύο ακόμα….

Σήμερα στο σχολείο ήρθε ένα μεγάλο αυτοκίνητο και έφερε δέματα σε κάποια παιδιά. Εγώ δεν άκουσα να φωνάζουν το όνομα μου. Κοιτάζω τι έχουν τα δέματα των άλλων παιδιών και χαίρομαι μαζί τους. Τι όμορφα καρό παλτουδάκια! Κάποιος δίνει και σε μένα ένα κομμάτι από τη σοκολάτα που βρήκε στο δέμα του… Νόστιμη! Μακάρι να έχω κι εγώ ένα δέμα αύριο…

Στην πλατεία του χωριού μαζεύτηκαν οι πρόσφυγες. Δείχνουμε στην «προσφυγική μας ταυτότητα» και μας δίνουν κουβέρτες. Μια για τον καθένα μας. Πιο πέρα ένας σωρός τεράστιος με ρούχα. Αδειάζουν ολόκληρα κιβώτια με ρούχα κι όλοι τρέχουν να διαλέξουν. Αρπάζουν ένα κομμάτι – το κοιτάνε. «Σε ποιον κάνει; Αυτό για τον άντρα μου, τούτο για τον γιο μου… Να βρω και κάτι για μένα. Να’χω ένα ρούχο να αλλάξω» Τους βλέπω να τραβάνε τα ρούχα από δω κι από κει και δεν καταλαβαίνω τι γίνεται. Η μαμά βρίσκει και κάτι για μένα: ένα παντελόνι – λίγο κοντό μου πέφτει – και ένα πουλόβερ πολύ μεταχειρισμένο, αλλά εγώ ξετρελάθηκα.

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, μου ήρθε μια μεγάλη έκπληξη. Ένα δέμα για μένα. Χρειάστηκε να ταξιδέψω μερικές ώρες μέσα σε ένα φορτηγό που οδηγούσε ο πατέρας μου, για να φτάσω στην πρωτεύουσα, στο ταχυδρομείο. Παίρνω το δέμα μου – τι μεγάλο κιβώτιο είν’ αυτό !!! Το παίρνω αγκαλιά και ξαναμπαίνω στο φορτηγό. Άλλες τόσες ώρες μέχρι να επιστρέψουμε στο σπίτι. Και γω αμίλητη κρατάω αγκαλιά το δέμα μου, το δικό μου δέμα. Δεν ξέρω ποιος το έστειλε ούτε τι έχει μέσα, δεν με νοιάζει και τόσο. Σημασία έχει ότι κρατάω αγκαλιά το δικό μου δέμα. Όταν το βράδυ φτάνω στο σπίτι, το ανοίγω με ευλάβεια… Μερικά ρουχαλάκια ακριβώς στο νούμερο μου, (μια φούστα κοτλέ μπλε και ένα καρό πουκάμισο έγιναν από τότε τα αγαπημένα μου) και ανάμεσα σ’ αυτά μια πανέμορφη ξανθή κούκλα! Κάποια άγνωστη φίλη από τη Θεσσαλονίκη – Αγγελική το όνομα της – μου έστειλε κάποια ρουχαλάκια που δεν της έκαναν πια. Αγαπημένη Αγγελική, να ξέρες πόση χαρά μου έδωσες τότε. Ρούχα που δεν είχα να φορέσω, κούκλα που δεν είχα ν’ αγαπάω – και την αγάπησα πολύ. Μαζί και σένα , χωρίς να σε ξέρω…

Αυτές τις μέρες που παρακολουθώ στην τηλεόραση την Ελλάδα μας να καίγεται, ζωντάνεψαν όλα αυτά μέσα μου. Οι φωτιές, ο πόνος, το συσσίτιο, τα ρούχα, η αγάπη που μας στείλατε. Πόσο θέλω να μαζέψω όλα μου τα ρούχα και να τα στείλω, τα παιχνίδια των αγοριών μου, τα μαγειρικά μου σκεύη… Δεν θέλω παιδιά χωρίς φαγητό, ρούχα, παιχνίδια… Δεν αντέχω να σκέφτομαι τις μάνες να μένουν νηστικές για να ταΐσουν τα παιδιά τους. Δεν θέλω άλλους μαυροφορεμένους. Πώς μπορώ να σας στείλω μια μεγάλη αγκαλιά; Αδέλφια κρατηθείτε!

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2007

Η κλιματαριά


Η ερήμωση κι η εγκατάλειψη είναι φανερό πως ταλαιπωρούν αυτό τον όμορφο τόπο, που του ΄λαχε να είναι στο τέλος του δρόμου. Ενός δρόμου που δεν οδηγεί πουθενά αλλού. Η γιαγιά Σοφία έμενε κάποτε σ' αυτό εδώ το σπίτι. Όλες οι γριές γιαγιάδες μας κι όλα εμείς εγγόνια τους. Παίζαμε στα στενά και κείνη έφτιαχνε όμορφα κεντήματα με το βελονάκι της. Καθόταν στο μπαλκόνι της και πότε πότε μας κοίταζε πάνω από τα γιαλιά της.
Τώρα οι πέτρινοι τοίχοι που αγκαλιάζουν την εσωτερική αυλή, είναι έτοιμοι να πέσουν. Το ξύλινο "ξωπόρτι" με φανερά πάνω του τα σημάδια του χρόνου, μόλις που στέκεται στη θέση του. Η κλιματαριά από πάνω είναι ακόμα ζωντανή και δίνει με τον τρόπο της το δικό της μήνυμα ελπίδας.
Θέλω πάλι να παίξω στα στενά δρομάκια του χωριού. Να τρέξω, να γελάσω, να φωνάξω και κουρασμένη πια αργά το απόγευμα, να ξαποστάσω ακουμπισμένη σ' αυτούς τους πέτρινους τοίχους.... Μαίρη, Ελένη, Δήμο, Σκεύη, Μαρία, Γιάννο.... σας περιμένω...

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2007

Εκείνο το καλοκαίρι...

Εκείνο το καλοκαίρι, το πρώτο που θυμάμαι στο χωριό, δεν ήταν και τόσο ευχάριστο.

Με το που φτάσαμε... είχαμε ήδη πάρει το κακό μαζί μας.
Πόλεμος λέει... Και γω, μικρό κοριτσάκι στη βεράντα του σπιτιού μας, να βλέπω τις φωτιές στα γύρω βουνά, να ακούω τα αεροπλάνα και να μην καταλαβαίνω τι γίνεται.
Κάθε που κτυπούσε η καμπάνα τρέχανε όλοι - και γω μαζί - στην αυλή της εκκλησίας. Ένα στρατιωτικό φορτηγό ήρθε πάλι και έφερε νεκρούς στρατιώτες. Κλάματα, φωνές, μαυροφορημένες μάνες, καμένα δάση...

Κι ο κόσμος πολύς - δεν έχει χώρο για όλους, δεν έχει φαγητό...


Εγώ κάθομαι στην βεράντα του σπιτιού μου, κρατάω στην αγκαλιά μου τη μοναδική κούκλα που έχω και κοιτάω τα βουνά να καίγονται....



Χτες που βγήκα πάλι στην βεράντα, είχα το κοριτσάκι μου αγκαλιά, και παρατηρούσα τα βουνά γύρω από το χωριό. Μου φαίνεται πως βλέπω ακόμα τις φωτιές και πονά η καρδιά μου...

Τρίτη 3 Ιουλίου 2007

Ταξίδι στο χρόνο...


Στην άκρη της γης, στο τέρμα... Πιο πέρα δεν μπορείς να προχωρήσεις... Και για να φτάσεις εκεί, ο δρόμος πολύ δύσκολος για μερικούς αλλά πανέμορφος για κάποιους άλλους.

Κι όταν επιτέλους μπούμε στο χωριό... νιώθω πως η μηχανή του χρόνου με πήγε πολλά χρόνια πριν...30 ας πούμε. Κάθε φορά το ίδιο συναίσθημα, οι ίδιες εικόνες - εγώ, παιδάκι του δημοτικού, να τρέχω στα δρομάκια, να ανεβαίνω στα βουνά, να παίζω ξυπόλυτη στο ποτάμι. Αυτό το μακρινό παραμύθι θέλω να δώσω, που τοποθετώντας το στο χωριό φάντασμα του σήμερα, με κάνει να πονώ...