Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2007

1974 - 2007


Στο χωριό μαζεύτηκαν χιλιάδες πρόσφυγες. Ευτυχώς που είναι καλοκαίρι και μπορούν να κοιμηθούν σε βεράντες, αυλές, δρόμους. Στο σπίτι μας στριμωχτήκαμε 5 οικογένειες. Ένας φούρναρης στην άκρη του χωριού, δουλεύει μέρα νύχτα για να ταΐσει τόσο κόσμο. Περιμένουμε σε ουρές, μέχρι να βγει από το φούρνο ζεστό-ζεστό το δικό μας ψωμάκι. Και πάλι φωνές – κάποιοι είναι εδώ από το πρωί και δεν πήραν ψωμί – πώς θα ταΐσουν τα παιδιά τους….

Το Δημοτικό Σχολείο δουλεύει και πρωί και απόγευμα γιατί τα παιδιά είναι πολλά και δεν τα χωρούν οι αίθουσες. Ο Ερυθρός Σταυρός ετοιμάζει πρωινό για όλα αυτά τα παιδιά. Τι πρωινό δηλαδή; Ένα ποτήρι γάλα για το καθένα μας. Κάποιες μέρες είμαστε πιο τυχεροί και έχουμε ρυζόγαλο!!! Ας είναι… εμείς είμαστε πολύ χαρούμενα και ευχαριστημένα. Τρέχουμε στις γειτονιές με τα λιωμένα από τον καιρό παπούτσια και τα ίδια ρουχαλάκια κάθε μέρα. Ευτυχώς που δεν κάνει κρύο ακόμα….

Σήμερα στο σχολείο ήρθε ένα μεγάλο αυτοκίνητο και έφερε δέματα σε κάποια παιδιά. Εγώ δεν άκουσα να φωνάζουν το όνομα μου. Κοιτάζω τι έχουν τα δέματα των άλλων παιδιών και χαίρομαι μαζί τους. Τι όμορφα καρό παλτουδάκια! Κάποιος δίνει και σε μένα ένα κομμάτι από τη σοκολάτα που βρήκε στο δέμα του… Νόστιμη! Μακάρι να έχω κι εγώ ένα δέμα αύριο…

Στην πλατεία του χωριού μαζεύτηκαν οι πρόσφυγες. Δείχνουμε στην «προσφυγική μας ταυτότητα» και μας δίνουν κουβέρτες. Μια για τον καθένα μας. Πιο πέρα ένας σωρός τεράστιος με ρούχα. Αδειάζουν ολόκληρα κιβώτια με ρούχα κι όλοι τρέχουν να διαλέξουν. Αρπάζουν ένα κομμάτι – το κοιτάνε. «Σε ποιον κάνει; Αυτό για τον άντρα μου, τούτο για τον γιο μου… Να βρω και κάτι για μένα. Να’χω ένα ρούχο να αλλάξω» Τους βλέπω να τραβάνε τα ρούχα από δω κι από κει και δεν καταλαβαίνω τι γίνεται. Η μαμά βρίσκει και κάτι για μένα: ένα παντελόνι – λίγο κοντό μου πέφτει – και ένα πουλόβερ πολύ μεταχειρισμένο, αλλά εγώ ξετρελάθηκα.

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, μου ήρθε μια μεγάλη έκπληξη. Ένα δέμα για μένα. Χρειάστηκε να ταξιδέψω μερικές ώρες μέσα σε ένα φορτηγό που οδηγούσε ο πατέρας μου, για να φτάσω στην πρωτεύουσα, στο ταχυδρομείο. Παίρνω το δέμα μου – τι μεγάλο κιβώτιο είν’ αυτό !!! Το παίρνω αγκαλιά και ξαναμπαίνω στο φορτηγό. Άλλες τόσες ώρες μέχρι να επιστρέψουμε στο σπίτι. Και γω αμίλητη κρατάω αγκαλιά το δέμα μου, το δικό μου δέμα. Δεν ξέρω ποιος το έστειλε ούτε τι έχει μέσα, δεν με νοιάζει και τόσο. Σημασία έχει ότι κρατάω αγκαλιά το δικό μου δέμα. Όταν το βράδυ φτάνω στο σπίτι, το ανοίγω με ευλάβεια… Μερικά ρουχαλάκια ακριβώς στο νούμερο μου, (μια φούστα κοτλέ μπλε και ένα καρό πουκάμισο έγιναν από τότε τα αγαπημένα μου) και ανάμεσα σ’ αυτά μια πανέμορφη ξανθή κούκλα! Κάποια άγνωστη φίλη από τη Θεσσαλονίκη – Αγγελική το όνομα της – μου έστειλε κάποια ρουχαλάκια που δεν της έκαναν πια. Αγαπημένη Αγγελική, να ξέρες πόση χαρά μου έδωσες τότε. Ρούχα που δεν είχα να φορέσω, κούκλα που δεν είχα ν’ αγαπάω – και την αγάπησα πολύ. Μαζί και σένα , χωρίς να σε ξέρω…

Αυτές τις μέρες που παρακολουθώ στην τηλεόραση την Ελλάδα μας να καίγεται, ζωντάνεψαν όλα αυτά μέσα μου. Οι φωτιές, ο πόνος, το συσσίτιο, τα ρούχα, η αγάπη που μας στείλατε. Πόσο θέλω να μαζέψω όλα μου τα ρούχα και να τα στείλω, τα παιχνίδια των αγοριών μου, τα μαγειρικά μου σκεύη… Δεν θέλω παιδιά χωρίς φαγητό, ρούχα, παιχνίδια… Δεν αντέχω να σκέφτομαι τις μάνες να μένουν νηστικές για να ταΐσουν τα παιδιά τους. Δεν θέλω άλλους μαυροφορεμένους. Πώς μπορώ να σας στείλω μια μεγάλη αγκαλιά; Αδέλφια κρατηθείτε!

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Δεν ξέρω τι να γράψω , απλά θέλω να σου πώ πως θέλω εσύ να γράφεις και να σε διαβάζω :))

Marina είπε...

Τι χαρά θα έκανε το κοριτσάκι μέσα σου όταν πήρες στα χέρια σου τη κούκλα! Σε φαντάζομαι να ακτινοβολείς!

Και σε μένα αρέσει να στέλνω δέματα. Ρούχα που δεν φοράω, αντικείμενα, βιβλία..τρόφιμα. Με κοροϊδεύουν ΟΛΟΙ μου οι συγγενείς εκτός απο τον άντρα μου. Τώρα πιά δεν λέω τίποτα σε κανέναν. Μόνο στέλνω σιωπηλά.