Τα απογεύματα μας ήταν ελεύθερα για παιγνίδι. Δεν είχαμε αγγλικά, πιάνο, γυμναστική κλπ. Ανεβαίναμε στο απέναντι βουνό και παίζαμε με τις ώρες. Κοιτάζαμε κάτω το χωριό – τα σπίτια φαινόντουσαν μικρά κι οι άνθρωποι ακόμα μικρότεροι. Σαν παιχνίδι κι αυτά κοντά στα άλλα που παίζαμε. Δεν είχαμε κούκλες, κουζινικά, χρώματα. Εκεί πάνω στο βουνό βάζαμε μικρές πέτρες στη σειρά και φτιάχναμε ένα τετράγωνο που ήταν το σπίτι μας. Το στολίζαμε με αγριολούλουδα που μαζεύαμε από το χώρο γύρω. Καθόμαστε σε μεγαλύτερες πέτρες που ήταν οι καρέκλες μας, κάναμε επισκέψεις η μια στην άλλη, τα λέγαμε σαν καλές γειτόνισσες.
Περνούσαμε έτσι πολλές ώρες – το χωριό ήταν μακριά και πολύ μικρό για να μας ενοχλήσει… Οι θάμνοι στο βουνό μύριζαν υπέροχα, τα πουλιά μας συντρόφευαν με τα τραγούδια τους. Από το χωριό ακούγονταν κάποιες κότες, ένας γάιδαρος, ένα σκυλί. Όταν σουρούπωνε για τα καλά, κατεβαίναμε ξεθεωμένα και πεινασμένα. Μπάνιο δεν είχε το σπίτι μας. Η μάνα μου μ’ έβαζε σε μια μεγάλη λεκάνη και με έτριβε να ξεβρομίσω. Ακολουθούσε ένα λιτό δείπνο και ολόισια στο κρεβάτι. Πριν τις 8:00 έπρεπε να έχω κοιμηθεί.
Δεν θυμάμαι να είχα παραπονεθεί ποτέ. Ούτε για το φαγητό, ούτε για την έλλειψη παιχνιδιών, ούτε για τη ώρα που με έστελναν για ύπνο. Όμορφα χρόνια…Τα χάρηκα πολύ… και μου λείπουν.
Τώρα, θέλω να πηγαίνω στο χωριό για να παίρνω τα παιδιά μου. Αλλά δεν ξέρουν να παίξουν, δεν μπορούν να απολαύσουν το βουνό, το ποτάμι, τα περιβόλια που μυρίζουν όμορφα… Το χωριό δεν τους λέει τίποτα, αντίθετα με μένα που μου μιλούν τα χαλάσματα, τα κλειστά ξωπόρτια, τα στενά δρομάκια, το ποτάμι, το βουνό….
Περνούσαμε έτσι πολλές ώρες – το χωριό ήταν μακριά και πολύ μικρό για να μας ενοχλήσει… Οι θάμνοι στο βουνό μύριζαν υπέροχα, τα πουλιά μας συντρόφευαν με τα τραγούδια τους. Από το χωριό ακούγονταν κάποιες κότες, ένας γάιδαρος, ένα σκυλί. Όταν σουρούπωνε για τα καλά, κατεβαίναμε ξεθεωμένα και πεινασμένα. Μπάνιο δεν είχε το σπίτι μας. Η μάνα μου μ’ έβαζε σε μια μεγάλη λεκάνη και με έτριβε να ξεβρομίσω. Ακολουθούσε ένα λιτό δείπνο και ολόισια στο κρεβάτι. Πριν τις 8:00 έπρεπε να έχω κοιμηθεί.
Δεν θυμάμαι να είχα παραπονεθεί ποτέ. Ούτε για το φαγητό, ούτε για την έλλειψη παιχνιδιών, ούτε για τη ώρα που με έστελναν για ύπνο. Όμορφα χρόνια…Τα χάρηκα πολύ… και μου λείπουν.
Τώρα, θέλω να πηγαίνω στο χωριό για να παίρνω τα παιδιά μου. Αλλά δεν ξέρουν να παίξουν, δεν μπορούν να απολαύσουν το βουνό, το ποτάμι, τα περιβόλια που μυρίζουν όμορφα… Το χωριό δεν τους λέει τίποτα, αντίθετα με μένα που μου μιλούν τα χαλάσματα, τα κλειστά ξωπόρτια, τα στενά δρομάκια, το ποτάμι, το βουνό….